φυσικομαθηματικός

φυσικομαθηματικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσική και μαζί στα μαθηματικά: Φυσικομαθηματική σχολή.
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φυσικομαθηματικά (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυσικομαθηματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει στη φυσική και στη μαθηματική επιστήμη ταυτόχρονα 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυσικομαθηματικός επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσική και στα μαθηματικά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυσικομαθηματικά οι φυσικές και… …   Dictionary of Greek

  • Μάξγουελ, Τζέιμς Κλερκ — (James Clerk Maxwell, Εδιμβούργο 1831 – Κέιμπριτζ 1879). Άγγλος φυσικομαθηματικός. Είχε φανερώσει δείγματα ιδιαίτερης ευφυΐας από πολύ μικρή ηλικία (ήταν 14 ετών όταν παρουσίασε την πρώτη του εργασία). Ακολούθησε μαθήματα πρώτα στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • φυσικομαθηματικά — τα, Ν βλ. φυσικομαθηματικός …   Dictionary of Greek

  • Βαρβιάνης, Διονύσιος — (Ζάκυνθος 1788 – 1866). Λόγιος από τη Ζάκυνθο, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, φυσικομαθηματικός. Αναφέρεται και με το επώνυμο Βαρβίας. Ήταν εκδότης του ιταλόφωνου περιοδικού Giornale Letterario, με έδρα τη Ζάκυνθο. Όταν ο Αλή πασάς κατήγγειλε στις… …   Dictionary of Greek

  • Βίτελο — (Witelo, Σιλεσία 1220/30 – περ. 1300).Πολωνός φιλόσοφος και φυσικομαθηματικός. Μελέτησε στο Παρίσι όλες τις επιστήμες του καιρού του και από το 1260 έως το 1270 έζησε στην Ιταλία. Εγκαταστάθηκε πρώτα στην Πάντοβα, όπου παρακολούθησε τη σχολή… …   Dictionary of Greek

  • Ζαλούχος, Δημήτριος — (1862 – 1927). Νομικός και φυσικομαθηματικός. Διετέλεσε καθηγητής της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης και υφηγητής του φυσικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε την πρώτη πτηνοτροφική σχολή στην Ελλάδα και επινόησε ένα νέο είδος εκκολαπτικών… …   Dictionary of Greek

  • Κλαούζιους, Ρούντολφ Γιούλιους Ιμάνουελ — (Rudolf Julius Emmanuel Clausius, Κέσλιν, Πομερανία 1822 – Βόνη 1888). Γερμανός φυσικομαθηματικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και του Χάλε και στη συνέχεια δίδαξε στη Βασιλική Σχολή Μηχανικού και Πυροβολικού στο Βερολίνο. Κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • Μητρόπουλος, Νικόλαος Κωνσταντίνος — (Nicholas Constantine Metropolis, Σικάγο 1915 – Λος Άλαμος 1999). Ελληνοαμερικανός φυσικομαθηματικός. Το 1936 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1941 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στην πειραματική φυσική. Το 1943 …   Dictionary of Greek

  • Πετρεττίνης — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας. 1. Αναστασία Μαρία (1774 – 1851). Λογία. Σπούδασε φιλολογία σε πανεπιστήμια της Ιταλίας και ήταν κάτοχος της ιταλικής, γαλλικής, αγγλικής και ισπανικής γλώσσας. Δημοσίευσε διάφορες μελέτες και μεταφράσεις. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”